Η ζωή μας κάνει κύκλους.
Και κάθε κύκλος περικλείει ό,τι αγαπάμε.
Αύριο ένα λουλούδι θα γίνει αστέρι.
Είναι τόσες οι ζωές που δεν ζήσαμε.
Μα έχει τόσο χώρο ο ουρανός για αστέρια.
Και ας με ξεχάσεις στο μέλλον.
Δεν με πειράζει.
Αρκεί το βραδάκι όταν κλεφτούμε να μου πεις το τραγούδι μας.
"Δεν μετανιώνω που σ' αγάπησα πολύ."
H αγάπη έτσι κι αλλιώς είναι σήμερα.
Σε ορίζω. Με ορίζεις.
Αύριο κι άλλα λουλούδια θα γίνουν αστέρια.
Μετά αστερισμοί.
Εγώ στρατιώτης πια θα σου στέλνω γράμματα με λόγια ερωτικά.
Να με λαχταράς όταν λείπω!
Όπως εγώ που γράφω το γράμμα κάτω απ' τη ροδακινιά και ο ιδρώτας μου στεγνώνει στο χαρτί.
Δεν θα μάθω να αγαπάω παραπάνω.
Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι
Όπου ποτίσεις αγάπη φυτρώνει.
Απλή. Αληθινή. Άγρια.
Πόσο τυχερά είμαστε.
Βρεθήκαν στο δρόμο μας τόσα αστέρια.
Κοίτα πως φωτίζουν.
Με τόση αγάπη.
Κοίταξε μας.
Σε κάθε σταθμό αφήνω ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μου.
Λίγο πριν φύγω κοιτάζω έξω απ’ το μισό παράθυρο.
Και αισθάνομαι τυχερός που τόσα κομμάτια εκεί έξω σκόρπισαν.
Μέρες τα βλέπω να ενώνονται
να φτιάχνουν αστερισμούς
που αύριο θα παρατηρούμε μακριά.
Πόσο τυχερά είμαστε.
Τόσα μεγάλα αστέρια βρέθηκαν στο δρόμο μας.
Αλήθεια
Εδώ που ήρθαμε σήμερα
απέχουμε δυο σπιθαμές από την πραγματικότητα.
Ίσως είμαστε εμείς
Παιδιά ρομαντικά που αγαπάμε όπως αναπνέουμε.
Κι είναι τόσο ωραίο το φως τούτη την ώρα που με κοιτάζεις.
Έξω απ’ το μισό παράθυρο
Αφήνω πάντα ένα μικρό κομμάτι απ´ την καρδιά μου.
Και ξέρω πού θα το βρω αν χρειαστεί.
Βγαίνω απ’ το σύννεφο
και φτάνω
σε έναν κόσμο παράλληλο.
Ο ήλιος εδώ ξεκινάει απ’ το κόκκαλο
Τα μπαλκόνια κρέμονται από φρεσκοπλυμένα σεντόνια.
Ένα παιδί φωνάζει τη μάνα να γυρίσει στο σπίτι.
Ξέρεις, στους δρόμους περιφέρονται εικόνες και ψάχνουν παρέα.
Αν τις φιλήσεις
ξεχνάς
Σου παίζω στην κιθάρα ξεκούρδιστες συγχορδίες.
Μυρίζει φως, δυνατό
Περπατάμε
κι ένα λουλούδι με κόβει και με δίνει σε σένα
Ουρανέ απέραντε
Μας τα χάρισες όλα;
Σ’αγαπώ αθόρυβα.
Πόσες αποστάσεις θα προλάβουμε να καλύψουμε;
Όλες οι αποστάσεις του κόσμου
Έτη φωτός έξω από το παράθυρο μου.
Αχ κοίτα εκεί έξω μας περιμένει η στιγμή
Να πούμε αυτά που θέλουμε.
Να αγαπήσουμε.
Να ζήσουμε.
Έχουμε μόνο αυτή τη στιγμή.
Βγες έξω. Τρέξε. Πιάσε με απ’ το χέρι.
Και μέσα σε αυτή τη στιγμή θα τα ζήσουμε όλα.
Αν είμαστε αυτό το δευτερόλεπτο.
Όλα τα ρολόγια του κόσμου μας μετράνε.
Εκεί έξω υπάρχουν τόσο αντικρουόμενες εικόνες, λέξεις, έννοιες.
Οι ζωές μας.
Οι ανάγκες μας.
Όλα. Υπάρχουν όμως
Και αυτός ο κόσμος είναι για όλα.
Και δεν συμπυκνώνεται.
Για ακόμα μια φορά ένα ταξίδι μου θυμίζει ότι είμαστε τόσο τυχαία, τόσο μικρά, έχουμε δειτόσο λίγα.
Και δεν επιλέξαμε τον τόπο που γεννηθήκαμε.
Γιατί πιθανότατα δεν θα ήταν αυτός που είναι σήμερα.
Τι λέω; Έτσι κι αλλιώς περαστικοί είμαστε.
Μια στιγμή
μια ανάσα ξεφεύγει απ’ τα χείλη,
σαν το πρώτο τραγούδι ενός πουλιού
που σπάει τη σιωπή.
Οι γωνίες των κτηρίων κοφτερές.
Μη και σταθεί μια σκέψη άκοπη.
Κράτα μια στιγμή.
Όχι με τα χέρια σου – αυτά κουράζονται
Όχι με τη μνήμη σου – αυτή ξεθωριάζει
Ο κόσμος φεύγει κι έρχεται,
μεγαλώνει, αλλάζει.
Ομορφαίνει;
Ίσως μια μέρα σπουδάσω γεωγραφία—
να μάθω βουνά, ποτάμια, πόλεις, χώρες
να τα γνωρίσω όλα
και να τα επισκέπτομαι
όταν μέσα μου είναι χειμώνας.
Κρατώ ένα κομμάτι ουρανό στις τσέπες μου,
τριμμένο απ’ τα δάχτυλα,
υγρό απ’ τη βροχή.
Το νιώθω να βαραίνει, μα δεν τ’ αφήνω.
Θα χρειαστεί.
Πάντα υπάρχει ένα φύλλο
που δεν υπάκουσε στο κρύο.
Κοίτα εκεί έξω.
Θυμάμαι τόσα σχήματα
τόσα πρόσωπα σε αυτά τα βουνά.
Αυτή η θάλασσα, αυτή η αλμύρα
ξέρεις πόσες φορές με ξέπλυνε;
Όλοι οι ήχοι εδώ συναντήθηκαν.
Όλα τα χρώματα. Εδώ.
Μην φοβάσαι.
Η φθορά είναι μόνο μια επανάληψη.
Η γειτονιά μύρισε ήδη άνοιξη.
Θα μαζέψω έναν λεμονανθό να σου φέρω!
Στο μπαλκόνι απέναντι,
ένα λευκό πανί ανεμίζει
ίσως είναι ευχή,
ίσως ανάμνηση.
Όσο κρατά το φως μέσα μας,
δεν έχουμε χαθεί.
Σ’ εκείνη τη στροφή του δρόμου θα σε προσμένω,
κρατώντας το γιασεμί που έλεγες πως δεν μαραίνεται ποτέ.
Θα σε βαφτίσω με νερό θαλασσινό
και θα σε ντύσω με φύκια και θυμάρι.
Θα σου μάθω τους ήχους του φωτός
και θα σε βάλω να περπατήσεις ξυπόλυτο
σε πέτρες καυτές απ’ το μεσημέρι.
Να θυμάσαι τη γη.
Να μην ξεχάσεις το μονοπάτι που μας έβγαζε στη βρύση.
Εκεί που πίναμε νερό με το κανάτι.
Ύστερα, πιο σοφό, πιο ελαφρύ,
να φύγεις, σαν να σε φύσηξε το Αιγαίο.
Έτσι κι αλλιώς, αυτά που κουβαλάς δεν μπαίνουν στη βαλίτσα.
Θα στα κρατάω φυλαχτό,
θα στα σκεπάσω με το απόγευμα που ξάπλωνες στην κούνια.
Να θυμάσαι, τουλάχιστον, όταν έρχεσαι,
ότι όλα τα παιδιά — ατρόμητα, ολόκληρα —
μπροστά στη μάνα, κλαίμε με λυγμούς.
Να είσαι Ήλιος.
Αυτός που μεγαλώνει μέσα μας.
Να είσαι η άνοιξη
Που έρχεται.
Να είσαι Ήλιος.
Να καις με φως και αγάπη.
Να έρχεσαι
Τα καλοκαίρια που αφήνουν αλμύρα στο στόμα.
Μη σε νοιάζει
Ανατολή και Δύση δεν χάθηκαν ποτέ.
Να είσαι Ήλιος.
Μόνο να έρχεσαι
Να μου γελάς.
Να είσαι το στάχυ μου
Χρυσό και απέραντο.
Μίλα μου,
μικρή σκιά που γλιστράς στις γωνιές του νου.
Εσύ που ξέρεις το όνομά μου καλύτερα από μένα,
τι ψιθυρίζεις στο σκοτάδι;
Μου λες για την επιμονή,
για το ξύπνημα στις στάχτες,
για τις λέξεις που χρόνια κυνηγάω,
σε αμφιθέατρα, χαρτιά και σιωπές,
για προσπάθειες που γίναν πέτρες στην πλάτη,
Πόσες φορές συστήθηκα;
Σε πόσες αίθουσες μπήκα από το μηδέν.
Είναι μακρύς ο δρόμος στο φως.
Κι ακόμα τόσες ρωγμές,
θραύστες που μοιάζουν ατέλειωτοι.
Εδώ,
ανάμεσα σε σπασμένα κομμάτια,
κάτι ζει ακόμα,
κάτι που δεν μάτωσε,
κάτι που δεν έφυγε.
Εσύ,
είσαι ο ψίθυρος που ακούω πάντα,
η ανάσα που δεν σταματά,
το φως που δεν σβήνει.
Μίλα μου.
Ελπίδα.
Που ζουν οι Άνθρωποι;
Εδώ. Στις ηλιόλουστες πλατείες.
-Εσύ ήσουν η φωνή;
-Δεν έχει σημασία πια.
-Με κάλεσες. Γιατί;
-Για να δω αν θα γυρίσεις.
-Κανείς δεν γυρίζει.
-Δεν μπορούσα. Με δέσανε.
-Ζήτησες να σε δέσουν. Μην το ξεχνάς αυτό.
-Και τώρα;
-Τώρα θα σωπάσω.
-Θα χαθείς;
-Όχι. Θα γίνω ακτή.
Κάποιος θα χτίσει επάνω μου.
Θα πατήσει σε μένα χωρίς να με ξέρει.
-Λυπάμαι.
-Πες μου την αλήθεια. Έστω μία φορά.
-Ήθελα να μείνω.
-Αλλά δεν έμεινες.
-Όχι.
-Τότε φύγε. Πριν σε κάνω να τραγουδήσεις εσύ για μένα.
Μετά τη βρήκαν στην άκρη του βράχου
με φύκια στα μαλλιά
και αλάτι στα βλέφαρα.
Το στόμα ανοιχτό,
σαν να κρατούσε ακόμα μέσα του μια τελευταία νότα.
Μα δεν ακουγόταν τίποτα.
Κάποιος είπε πως ήταν θεά.
Έσκαψαν στο χώμα. Έχτισαν γύρω της.
Και κάθε νύχτα,
το κύμα ανέβαινε ως τα θεμέλια
σαν να ήθελε να τη σηκώσει ξανά.
Έτσι γεννήθηκε η πόλη.
Όχι από πέτρα.
Αλλά σιωπή.
Και κάθε δρόμος της κρύβει μια φωνή που δεν ακούστηκε ποτέ.
Παρθενόπη.
Ουρανέ,
εμείς, μικρά, λίγα, άοπλα,
στεκόμαστε μπροστά Σου
με σώματα ευάλωτα, γυμνά
και καρδιές φορτωμένες με φόβο.
Δεν καταλαβαίνουμε πάντα
το γιατί του κόσμου,
μα νιώθουμε τον πόνο του
καθημερινά, αληθινά.
Προστάτεψε αυτούς που τρέχουν να σωθούν,
εκείνους που θρηνούν,
όσους ξυπνούν με εκρήξεις αντί για φως.
Γύρνα το πρόσωπό Σου
σε όσους δεν έχουν φωνή,
και σε εμάς που δεν ξέρουμε τι να πούμε.
Μάθε μας
να μη σκληραίνουμε από τον φόβο,
να μην αδειάζουμε.
Δώσε μας,
όχι τη δύναμη των όπλων,
μα τη δύναμη της καρδιάς.
Να στεκόμαστε με αγάπη
ακόμη κι όταν όλα καταρρέουν.
Αμήν.
-Τι θες να σου φέρω;
-Εσένα
Ρεύματα. Παλίρροιες.
Θάλασσες σπασμένες, φλέβες ανοιχτές.
Κινούν μέσα μου αίμα.
Μια κλωστή
αόρατη, λεπτή
μας κρατά.
Ο κόσμος γέρνει στη σιωπή των καιρών.
Κι εγώ,
εύθραυστος
μα δεν έσπασα ακόμα.